- γενέσεις
- γένεσιςoriginfem nom/voc pl (attic epic)γένεσιςoriginfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… … Wikipedia
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
επαξονώ — ἐπαξονῶ, έω (Α) 1. τοποθετώ στους άξονες 2. καταγράφω σε πινακίδες, κάνω απογραφή («ἐπηξονοῡσαν κατὰ γενέσεις αὐτῶν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
μυλονίτης — Πέτρωμα το οποίο σχηματίζεται σε μια γραμμή ρήγματος του φλοιού της Γης και αποτελείται από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων, που θρυμματίστηκαν από δυναμικές δράσεις· τα μικρά κενά ανάμεσα στα θραύσματα γέμισαν ύστερα από διαδοχικές γενέσεις… … Dictionary of Greek
αλγκόνκιο — Ανώτερη περίοδος του αζωικού ή αρχαϊκού αιώνα. Η ονομασία προέρχεται από τους Αλγκονκίνους, την ομάδα αυτόχθονων φυλών της Βόρειας Αμερικής. Η διάρκεια της περιόδου αυτής είναι δύσκολο να καθοριστεί. Πάντως, είναι μεγάλη, χωρίς αμφιβολία, όπως… … Dictionary of Greek